- μυκτηριστικός
- η , ό[ν] насмешливый, язвительный; издевательский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυκτηριστικός — ή, ὁ (Α μυκτηριστικός, ή, όν) [μυκτηριστής] αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους νεοελλ. εμπαικτικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek